λέτσικος

λέτσικος
-η, -ο [λέτσος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λέτσο, σε κακοντυμένο, σε κουρελή («λέτσικο ντύσιμο»).
επίρρ...
λέτσικα
με λέτσικο τρόπο, σαν λέτσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”